Αιγύπτιος

Αιγύπτιος
Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε από τον Οδυσσέα· ένας άλλος, ο Άντιφος, ακόλουθος του Οδυσσέα, καταβροχθίστηκε από τον κύκλωπα Πολύφημο.
* * *
-ια και -ία (Α Αἰγύπτιος, -ιον)
ως ουσ. κάτοικος τής Αιγύπτου ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
νεοελλ.
προσωνυμία τών Κοπτών*
αρχ.
1. ως επίθ. αιγυπτιακός
2. ως κύριο ανδρικό όνομα, η λ. Αιγύπτιος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τύπο ai-ku-pi-ti-jo.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αίγυπτος.
ΠΑΡ. αρχ. αἰγυπτιάζω, αἰγυπτιστί, αἰγυπτιῶ, αἰγυπτιώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιγυπτιοδίφης, αιγυπτιολόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγύπτιος — in Egyptian style masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγύπτιος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Αιγύπτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιγύπτιος Αετός — Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου με έδρα την Αλεξάνδρεια. Η εφημερίδα, για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, εκτός από τη μνεία της σε ημερολόγια της εποχής, ιδρύθηκε το 1865 και ήταν βραχύβια …   Dictionary of Greek

  • Αἰγυπτίων — Αἰγύπτιος in Egyptian style fem gen pl Αἰγύπτιος in Egyptian style masc/neut gen pl Αἰγυπτιόω to make like an Egyptian imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) Αἰγυπτιόω to make like an Egyptian imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγυπτίως — Αἰγύπτιος in Egyptian style adverbial Αἰγύπτιος in Egyptian style masc acc pl (doric) Αἰγυπτιόω to make like an Egyptian imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγύπτιον — Αἰγύπτιος in Egyptian style masc acc sg Αἰγύπτιος in Egyptian style neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… …   Dictionary of Greek

  • Πανόδωρος — Αιγύπτιος μοναχός και συγγραφέας χρονικών, σύγχρονος του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου και του αυτοκράτορα Αρκάδιου. Το έργο του δεν σώθηκε, γνωρίζουμε όμως ότι υπήρξε η βασικότερη πηγή της συγγραφής του έργου του Σύγκελλου. Παρά το γεγονός …   Dictionary of Greek

  • Ράζεκ, Άλι Αμπντ-Αλ- — Αιγύπτιος μεταρρυθμιστής. Γεννήθηκε το 1888 σε μικρό χωριό της Άνω Αιγύπτου, στην περιοχή της Μίνιας. Διδάχτηκε τα πρώτα του μαθήματα στο χωριό του και μετά φοίτησε στο ιεροδιδασκαλείο Αλ Άχζαρ του Καΐρου και στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης.… …   Dictionary of Greek

  • Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”